- Λητογενης
- ΛητογενήςΛητο-γενήςдор. Λᾱτογενής -οῦς ὅ Летоген, «Рожденный богиней Лето», т.е. Аполлон Eur., Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Λητογενής — Λητογενής, δωρ. τ. Λατογενής, ές, θηλ. και Λατογένεια (Α) (ως επίθ. τού Απόλλωνος και τής Αρτέμιδος) αυτός που γεννήθηκε από τη Λητώ («ὦ Λατογένεια κούρα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Λητώ + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής, μονο γενής] … Dictionary of Greek
Λητογενῆ — Λητογενής born of Leto neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Λητογενής born of Leto masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Λητογενής born of Leto masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λητογενές — Λητογενής born of Leto masc/fem voc sg Λητογενής born of Leto neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λητογενοῦς — Λητογενής born of Leto masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατογενής — λατογενής, ές (Α) (δωρ. τ.) βλ. λητογενής … Dictionary of Greek
Λατογενής — Λᾱτογενής , Λατογενής masc/fem nom sg Λᾱτογενής , Λητογενής born of Leto masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λατογένεια — Λᾱτογένεια , Λητογενής born of Leto fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)